- έννοια
- I1. καθολική παράσταση, που περιλαβαίνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τους: Η έννοια του δέντρου. – Η έννοια της αρετής.2. σημασία, νόημα: Η έννοια της λέξης «ανθρωπιά».3. (ψυχ.), η εικόνα που περιέχει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων: Πλάτος της έννοιας (το σύνολο των αντικειμένων, στα οποία αυτή αναφέρεται).IIέννοια, η και έγνοια, η(λέξεις δισύλλαβες)1. φροντίδα, μέριμνα, ενδιαφέρον: Την έννοια του παιδιού την έχει η γιαγιά.2. ανησυχία, σκοτούρα, μπελάς: Δεν του φτάνουν οι δικές του έγνοιες, έχει τώρα και των ξένων.3. σκέψη, λογισμός: Καλά περνάμε απόψε στο χορό, αλλά έχω στο παιδί την έννοια μου.4. με τους τύπους της προσωπικής αντων., σου, σας, του, τους, χρησιμεύει ως καθησυχαστικό ή ως απειλή: Έννοια σου και θα σου δείξω εγώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.